...από την Μαρίνα Ζέας
Με παίρνει που λες το γαργαρότεκνο που νταραβερίζομαι τελευταία στο τηλέφωνο προψές και μου λέει:
-Μαρινάκι λιακάδα έχει έξω πάμε για καφέ;
-Να πάμε, του λέω γιατί είχαμε περάσει και καλά το προηγούμενο βράδυ με του λόγου του. Με νοείται!!!!
-Που θες ομορφιά μου να πάμε για καφέ; τονε ρωτάω
-Πεθύμισα Μοναστηράκι, μου λέει.
Χαλάω εγώ χατήρι; Δε του χαλάω γιατί είναι και ασούξης παναθεμάτονε!!!
Που να μην έσωνα που τούπα το ναι για το Μοναστηράκι.
Γιατί εγώ είπα θα πάμε εκεί, ήσυχα θάναι, μια χαρά καφέ θα πιούμε.
Μα τι στο διάολο; Πόσους ακόμα είχε πάρει τηλέφωνο να πάνε για καφέ στο Μοναστηράκι; Τρία μύρια κόσμος ήτανε εκεί. Τη θυμάσαι εκείνη τη πλατεία, πως τηνε λέγανε που είχαν μαζευτεί κάτι μύρια σκουρόχρωμοι ανθρώποι και διαδηλώνανε; Ταρχίρ τη λέγανε; Ταχρίρ τη λέγανε; Τεσπα κάπως έτσι τηνε λέγανε. Ε, εκεί πιο ήσυχα ήτανε!!!
Στη καφετερία που επήγαμε και γύρω γύρω απ αυτή γινότανε της πουτάνας!! Από τη μια οι τουρίστες για να δούνε τα αρχαία. Από την άλλη το φοιτιταριό και το μαθηταριό από κοπάνες γιατι εκεί είναι ιν και μοδάτα. Ζευγάρια, ζευγαράκια, παπούδες, συνταξιούχοι. Και νάτανε μόνο αυτοί; Ήτανε και οι μικροπωλητάδες!!! Αντιστοιχούνε εφτά μικροπωλητάδες σε καθένα που κάθεται να πιει καφέ.
Τεσπα να μη στα πολυλογώ το γαργαρότεκνο ήθελε να κάτσουμε έξω στη λιακάδα. Καθόμαστε σε τραπεζάκι χωρίς ομπρέλα γιατί ο θεός ήθελε να τον βαράει ο ήλιος!!!
Μαρινάκι σιλάνς, σκέφτομαι και δε λέω τίποτα και κάθομαι να λιάζομαι λες και ήμουνα χυλοπίτες που περίμεναν να στεγνώσουν.
Κι εκεί πάνω αρχίζει το πανιγύρι. Σκάει ο πρώτος μικροπωλητής.
-Γιαλιά ηλίου θέτε; λέει.
-Τι να τα κάνω χρυσό μου, κόπερτον θέλω άμα έχεις. Με βρίζει και φεύγει.
Σκάει ο δεύτερος. Πουλούσε κάτι σαν ταμπούρλο.
-Άσε, του λέω, εγώ παίζω κλαρίνο.
Μετά σκάει ένας που πουλούσε ομπρέλες.
-Δε θέλω ρε φίλε. Μαρίνα με λένε δε με λένε Μαίρη Πόπινς!!!!!
Έσκασε κι ο λουλουδάς με κάτι ψόφια τριαντάφυλα.
-Δε θέλω, του λέω, με έχει πηδήξει το τεκνό δεν έχει λόγο να μου πάρει λουλούδια.
Έρχεται ένας μαυρος ωραίος και με πλούσια τα ελέη και πούλαγε σιντί.
-Δε θέλω, του λέω, μ έμαθε η κατέ να τα κατεβάζω από το ιντερνέτι.
Υστερα ήρθε ένας με κατσαβίδια κι ένας με στυλό και αναπτήρες.
Νάσου μετα και το κοριτσάκι με τα χαρτομάντηλα.
Μόνο κανάς μεσίτης δε πέρασε να μας πουλήσει οικόπεδο άρτιο και οικοδομησημο με θέα τη θάλασσα!!!!
Στο μεταξύ να με βαράει ο ήλιος κατακούτελα. Κουδούνι η Μαρίνα. Γιατί ο ηλιος κάνει καλό μόνο στις ντομάτες το καλοκαίρι κι όχι στη Μαρίνα.
Αλλά και τι να πω; Να κάνω το χατήρι του τεκνού δεν ήθελα; Ας πρόσεχα.
Που με τούτα και με κείνα μόνο το τεκνό δεν είδα.
Αλλά τέρμα. Την επόμενη φορά που θα μου πει για καφέ στο Μοναστηράκι θα του πω να πάει μόνος του. Γιατί αυτό δεν ήτανε καφές. Τα νευρα μου τα χάπια μου κι ενα ταξί να φύγω ήτανε!!!
Να δω τώρα πως θα ξεκοκινίσω που μ άρπαξε ο ήλιος απ τη μια μεριά μόνο. Σα τον κώλο της μαϊμούς από τη μια μεριά, το εκρού του νεκρού από την άλλη. Για τέτοια χάλια σου μιλάω!!!!!!!!
Πάω τώρα να αβέλω τζους λέσι με το σοδόσαλο και να βάλω μετά καμιά πομάδα μπας και φύγει το κοκίνισμα.