...από την Μαρίνα Ζέας
Προψές είχα πάει στην ατμοκαυλού για χαλάρωση και μετά που γύρισα στο σπίτι η χαλάρωση είχε πιάσει για τα καλά και την άραξα στο μπαλκόνι και είχα βάλει κι ένα σταθμό ωραίο στη ζαλιστρα να παιζει σιγανά, μη ξεκουφαθώ κιόλας.
Και έτσι όπως ήμανε χαλαρή χαλαρή και μοσχομυριστή και δεν ειχα τι να κάνω, που είχα αλλά βαριόμουνα γιατί κι οι δουλειές ατελείωτες είναι, άισιχτιρ πια.
Το λοιπόν καθόμουνα και σκεφτόμουνα.
Εδώ κανονικά η Αθηνά θα μου έλεγε
–Με τι σκεφτόσουνα Μαρινάκι; μα αυτό είναι άλλη κουβέντα.
Σκεφτόμουνα το λοιπόν κάτι πράματα που μου είπε ένα σπουδαγμένο γαργαρότεκνο που γνώρισα στη Ρόδο που ήμουνα όλο το καλοκαίρι για δουλειές.
Το γαργαρότεκνο παρεκτός που ήτανε της βαριάς κουλτούρας κι όλο κάτι κουλά μου έλεγε, ήτανε και νόστιμο. Αλλά ρε παιδί μου αντί να κοιτάει τα πλούσια ελέη μου κοίταζε το υπερπέραν κι έλεγε κάτι ακαταλαβίστικα.
Μια για την επιστήμη έλεγε, μια για κάτι λογιστικά όρθια. Κάτσε να δεις πως τόλεγε με μια λέξη. Ορθολογισμός τόλεγε. Και για ένανε ορθό λόγο που του τάχε μαζεμένα απ ότι κατάλαβα, συνέχεια μιλούσε. Εγώ τώρα θα σας πω στο περίπου τι μου έλεγε γιατί ανάθεμα κι αν καταλάβαινα. Ότι έπιασα θα σας πω.
Έλεγε το λοιπόν πως τα πολύ πολύ παλιά χρόνια, αλλά τα πάρα πολύ παλιά χρονια, οι άνθρωποι είχαν έναν πάρα πολύ μεγάλο φόβο. Γκραν μορμολύκης.
Φοβόντουσαν μη τους πέσει ο ουρανός στο κεφάλι. Και να τα παρακάλια στους θεους και να οι θυσίες και δώστου τους παρακαλούσανε να μην γινει κάτι τέτοιο και δώστου αναμοτσαζάρανε από αρνιά μέχρι κορίτσια. Περνούσανε τα χρόνια και σαν από μηχανής θεός έσκασε μύτη αυτό που το λένε ορθός λόγος και η επιστήμη παρεα μαζι μ αυτόν.
Το ξέρω αυτό με τον από μηχανής θεό, που είναι στις αρχαιες κουελοφλοκόραμπες και κατεβαίνει κάποιος από ψηλά και σώζει την Ιφιγένια, γιατί τι με περάσατε; Αγράμματη αγράμματη αλλά μια Επίδαυρο την έχω πάει η γκόντα!
Για να λεω την αλήθεια η κατέ μ εχει πάει. Ας είναι καλά με εχει ξεστραβώσει στα κουλτουριάρικα η αρτιστα! Μ έχει βάλει κι εχω δει πολλές κατολιοπουρές να σκούζουνε!!
Τι έλεγα;
Α ναι.
Ήρθε που λες ο ορθός λόγος και η επιστήμη κι έτσι οι άνθρωποι σταματήσανε να φοβούνται πως θα τους πέσει ο ουρανός στο κεφάλι.
Πήρανε που λες τα πάνω τους και γίνανε τίγκα στην αυτοπεποίθηση κι εκεί που μένανε στα γρασιδότσαρδα, κάνανε ολόκληρες πολιτείες και κάνανε και τον πολιτισμό, τις καφετέριες, τα γήπεδα γκολφ, τα χάμπουργκερ, τις κούρσες, τον καπιταλισμό, γίνανε θεομιλιονάρηδες και σιγά σιγά τα θέλανε όλα δικά τους.
Τίποτα δε τους έφτανε μετά απ αυτά. Τίποτα δεν τους ήτανε αρκετο.
Και όλο και περισσότερο τεντωνόντουσαν και σηκώνανε το αναστημα τους και δώστου ξανατεντωνόντουσαν και ξαναμανα σηκώσανε το αναστημα τους και το σηκωνανε και το σηκώνανε μέχρις που ήρθε και χτύπησε το κεφάλι τους στην οροφή και έτσι καταλάβανε ότι ο ορθός λόγος ήταν μια πλάνη.
Και σε ρωτάω εγώ. Το καταλάβανε οι άνθρωποι;
Εγώ μια φορά δε κατάλαβα γρι απ ότι έλεγε.
Πάω τώρα γιατί έχω βάλει να κάνω κάτι μπουνιές στο όλιο και μη μου αρπάξουνε.